Bρίσκεται στο κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Χτίστηκε το 1805 από τον Αλή πασά, ο οποίος μετέφερε την έδρα του κράτους του και τα ανάκτορά του εδώ. Ο χώρος ήταν μεγαλύτερος τότε και χτίστηκαν και άλλα δύο ανάκτορα των παιδιών του, Μουχτάρ και Βελή (στη σημερινή θέση της 8ης Μεραρχίας και του Αρχαιολογικού Μουσείου).
Τα τρία ανάκτορα περιέγραψαν οι Άγγλοι περιηγητές της εποχής, Λήκ (Leak) και Χόλαντ (Holland). Τα ανάκτορα καταστράφηκαν το 1820 κατά την πολιορκία του Αλή πασά από τον Χουρσίτ.
Σήμερα σώζονται τα τείχη του φρουρίου και τα υπόγειά του. Ο ιδρυτής της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών Κ. Φρόντζος προέβη σε αναστήλωση του συγκροτήματος που λειτουργεί σήμερα σαν κέντρο αναψυχής. Από το παλαιό κτίριο σήμερα σώζεται μόνο η βάση του και μέρος από τα τείχη.
Κοντά στο χωριό Ριζά του νομού Πρεβέζης σε ύψωμα φύσει οχυρό, σώζεται το περίφημο κάστρο της Ρινιάσας που προστάτευε την μεσαιωνική ομώνυμη ακρόπολη. Κατά το Μεσαίωνα είχε αναπτυχθεί καστροπολιτεία. Το κάστρο πιθανολογείται ότι κτίστηκε από τον Δεσπότη της Ηπείρου Θωμά τον Α’ στα τέλη του 13ου αιώνα για προστασία της Ηπείρου, για αυτό λεγόταν και Θωμόκαστρο.
Το 1338 στην επανάσταση κατά της Βυζαντινής επικυριαρχίας, το κάστρο διοικούσε ο Νικηφόρος, γιος του τελευταίου Δεσπότη της Ηπείρου, Ορσίνι. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την κατάληψη του κάστρου της Άρτας και του κάστρου των Ρωγών, έπεισε τον Νικηφόρο να παραδώσει το κάστρο.
Οι Βυζαντινοί το διατήρησαν μέχρι το 1350 οπότε κατελήφθη από τους Σέρβους και στη συνέχεια από τους Αλβανούς που το ονόμασαν Ρινιάσα. Αργότερα έγιναν βελτιώσεις στην οχύρωση και έγινε επίκεντρο στον πόλεμο μεταξύ Σουλιωτών και Αλή πασά.
Πριν γίνει το ισχυρό κάστρο της Πάργας που σώζεται μέχρι σήμερα, οι κάτοικοι της Πάργας διατηρούσαν οχυρωμένη την πόλη τους για να αντιμετωπίζουν τους επιδρομείς. Το 1452 καταλαμβάνει την οχυρωμένη θέση ο Χατζή Μπέης και το ανακαταλαμβάνουν το 1454. Ο Χαιρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537 κατεδαφίζει φρούριο και πόλη.
Πριν ακόμη το κάστρο ολοκληρωθεί εκ νέου με την βοήθεια των Ενετών, κατεδαφίζεται ξανά από τους Τούρκους. Οι Ενετοί το 1792 ξαναχτίζουν για τρίτη και τελευταία φορά ένα τέλειο δυνατό φρούριο. Μένει απόρθητο μέχρι το 1819, παρά τις επιθέσεις κυρίως του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Οι Ενετοί δημιούργησαν αρτιότητα σχεδίου άμυνας που μαζί με την φυσική οχύρωση το καθιστούσαν φρούριο ανίκητο. Έξω από το κάστρο οκτώ πύργοι σε διάφορες θέσεις, συμπλήρωναν την άμυνα. Μέσα στο στενό χώρο της ακρόπολης ήταν στοιβαγμένα 400 σπίτια, με τρόπο που να καταλαμβάνουν μικρό χώρο, απυρόβλητα από τη θάλασσα. Στο κάστρο αυτό, ελεύθεροι πολιορκημένοι Παργινοί και Σουλιώτες έδωσαν ηρωικές μάχες και κράτησαν την ελευθερία τους επί αιώνες.
Από τη βρύση «Κρέμασμα» εφοδιάζονταν με νερό οι δεξαμενές του κάστρου και τα σπίτια. Το κάστρο για τον εφοδιασμό του, χρησιμοποιούσε τους δύο όρμους: Βάλτου και Πωγωνιάς. Όταν η Πάργα πουλήθηκε στους Τούρκους, ο Αλή πασάς το ενίσχυσε ακόμη περισσότερο και εγκατέστησε στην κορυφή του το χαρέμι του, τα χαμάμ και αναμόρφωσε ριζικά τους χώρους του κάστρου.
Σήμερα το κάστρο φωτίζεται και το επισκέπτεται πλήθος κόσμού.
Το Κάστρο των Ιωαννίνων είναι από τα παλαιότερα κάστρα που έγιναν επί Ιουστινιανού το 528 μ.Χ. , σύγχρονο των κάστρων Διδυμοτείχου και Μονεμβασιάς. Από την αρχική αυτή Βυζαντινή οχύρωση σήμερα σώζεται ο πύργος του Δεσπότη Θωμά και μικρό τμήμα στη βορειοδυτική ακρόπολη.
Στα ερείπια των Βυζαντινών οχυρώσεων, ο Νορμανδός Βοημούνδος Δεσποτάτου της Ηπείρου του Τάραντος το 1082 συμπληρώνει τις δύο ακροπόλεις και δημιουργεί οχυρωματική τάφρο που άρχιζε από τον Αγ. Νικόλαο Κοπάνων (η τάφρος αυτή διασώθηκε μέχρι το 1913). Ακολουθούν οχυρώσεις νέες από τους άρχοντες του και από τους μέχρι το 1430 ηγεμόνες, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους.
Μέχρι το 1788 που ανέλαβε τη διοίκηση ο Αλή πασάς, οι Φράγκοι Δεσπότες το άφησαν ερείπιο. Ο Αλής ανακατασκευάζει τα τείχη και χτίζει δεύτερο εσωτερικό τείχος για προστασία του ανακτόρου του και του Διοικητικού Κέντρου του.
Η διάταξη των τειχών μήκους 2.000 μέτρων περιέκλειε έκταση 10 στρεμμάτων και περιελάμβανε : εξωτερικό περίβολο, τη Βορειοδυτική ακρόπολη με το Ασλάν τζαμί και την Βορειοανατολική ακρόπολη με την καστροπολιτεία.
Με το πάχος των τειχών που έφθαναν μέχρι δέκα μέτρα, τα 250 κανόνια που έβαλε, τους πολυγωνικούς πύργους που έφτιαξε και την ανανέωση της τάφρου το κατέστησε απόρθητο.
Τα κάστρα των Ιωαννίνων και της Ρόδου είναι τα ωραιότερα που περικλείουν καστροπολιτείες.
Οι κάτοικοι στο Τετραχώρι του Σουλίου, όταν ήταν σε κίνδυνο, κατέφευγαν σαν τελευταίο καταφύγιο στο ύψωμα της Τρύπας, όπου υπήρχε πρώτα ένας πύργος (Κούλια) στη θέση Κιάφα και είχε και νερό (πόλεμος του 1792). Στον πόλεμο του 1800 με τον Αλή πασά, οι Σουλιώτες οχύρωσαν και το Κούγκι με δύο πυροβόλα. Το 1803 το Κούγκι ανατινάχθηκε από τον καλόγερο Σαμουήλ και οι Σουλιώτες είχαν την περιπετειώδη έξοδο τους προς την Πάργα, το Ζάλογγο και τη μονή Σέλτσου.
Τότε ο Αλή πασάς πάνω στην Κιάφα έχτισε δυνατό κάστρο με ανάκτορο – φρούριο για να μην ξαναπατήσουν οι ατρόμητοι Σουλιώτες εχθροί του την περιοχή του Σουλίου. Το κάστρο χτίστηκε στο ύψωμα Μπίρα ή Τρύπα, σε ένα άγριο τόπο, που μόνο από τα Ανατολικά είχε πρόσβαση.
Τείχη και πολυγωνικοί προμαχώνες, δύο πύλες εισόδου, ζεματίστρα, θυρίδες ελαφρών όπλων, το σεράι του Αλή, αθέατοι διάδρομοι επικοινωνίας, αποθήκες, δύο στέρνες, ενδιάμεσοι προμαχώνες και ότι άλλο συντελεί σε αποτελεσματική άμυνα, καθιστούσαν το κάστρο δυνατό και αξιόμαχο.
Βρίσκεται στην πόλη της Άρτας και είναι από τα καλύτερα αξιοθέαταΒυζαντινό κάστρο του 13ου της περιοχής. Πρόκειται για αιώνα που χτίστηκε πάνω στο πανάρχαιο περίτεχνο κάστρο της Αμβρακίας. Οι αρχαίοι Κορίνθιοι αποίκησαν την Αμβρακία το 625 π.Χ. και την περιτείχισαν. Στις βάσεις του Βυζαντινού τείχους, διακρίνονται τμήματα του παλαιού τείχους της Αμβρακίας που χαρακτηρίζεται από την χρησιμοποίηση αρχαίων ογκολίθων με πολύ καλή κατασκευή.
Το κάστρο έχει σχήμα μη κανονικού πολυγώνου με μήκος 280 μέτρα, πλάτος 175. Τα τείχη του έχουν ύψος 10 μέτρα και πάχος 2,5 μέτρων. Tο κάστρο αναστηλώθηκε και επεκτάθηκε επί Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου (1230-1268). Είναι από τα ωραιότερα ελληνικά κάστραεπάλξεις και διατηρείται σε αρίστη κατάσταση με , πύργους και πυλώνες με πολύ λίγες μεταγενέστερες προσθήκες.
Ήταν πολύ ισχυρό κάστρο και χρησιμοποιήθηκε από τους επαναστατήσαντες κατά της Βυζαντινής επικυριαρχίας. Έτσι, μόνο με τη διπλωματία ο Ιωάννης Καντακουζηνός έπεισε τον επαναστάτη Βασιλίτζη να το παραδώσει. Κατά το 1204, όταν κατελήφθη η Πόλη από τους σταυροφόρους, εδώ βρήκαν καταφύγιο οι Άρχοντες Άγγελοι Κομνηνοί και ίδρυσαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Στο εσωτερικό του κάστρου λειτούργησαν φυλακές όπου φυλακίστηκε ο αγωνιστής του 1821 Μακρυγιάννης. Σήμερα στο εσωτερικό του κάστρου στεγάζεται το Δημοτικό Θέατρο της πόλης της Άρτας.
Ανάμεσα από την Ανθούσα και την Αγιά σε ύψωμα που δεσπόζει όλης της περιοχής της Πάργας, είναι χτισμένο ένα ογκώδες επιβλητικό φρούριο. Πρόκειται για το φρούριο που έχτισε ο Αλή πασάς για να επιτηρεί και πολιορκεί την ατίθαση Πάργα.
Στις 17 Φλεβάρη του 1814 έσπειρε το θάνατο αιφνιδιαστικά στους κατοίκους της περιοχής και ειδικά στην Αγιά. Εκδικήθηκε με αυτόν τον τρόπο τους αυτόνομους αυτούς κατοίκους που είχαν συμμαχήσει με τους Παργινούς.
Την ίδια χρονιά ξεγελώντας τον Γάλλο διοικητή Επτανήσου Danzelot με έξυπνη επιστολή, χτίζει και το κάστρο. Ο ευρωπαίος αρχιτέκτονας το έκτισε πολυγωνικό με μεγάλο ύψος τειχών και γενικά σχεδιασμένο για αποτελεσματική άμυνα με μεγάλο πύργο για πυροβόλα.
Στη βόρεια πλευρά δύο προμαχώνες και ζεματίστρα προστατεύουν την είσοδο. Στο εσωτερικό υπάρχει θολωτός περιφερειακός διάδρομος στον μεγάλο πύργο με εσωτερικές καμάρες και τόξα. Δύο ρωσικά πυροβόλα που αγόρασε ο Αλής κείτονται στο χώμα.
Το κάστρο είναι σήμερα σε καλή κατάσταση αν και έχει ρήγματα που είναι επισκευάσιμα. Φαντασμαγορική η θέα του τη νύχτα όταν φωτίζεται σε περίοδο εκδηλώσεων.