Η Νικόπολη βρίσκεται έξω από τη σημερινή Πρέβεζα. Την έχτισε ο Οκτάβιος Αύγουστος το 31 π.Χ., για τη μεγάλη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου εναντίον του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Τους περισσότερους κατοίκους τους έφεραν υποχρεωτικά από την αρχαία Αμβρακία (η οποία βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής πόλης της Άρτας) και από την Αιτωλία.
Η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα διότι παραχωρήθηκαν στους κατοίκους γη, ελευθερία και άλλα προνόμια. Έγινε όμορφη πόλη, στολίστηκε με ναούς, στοές, θέατρα, γυμνάσια, λουτρά, επαύλεις και άλλα μνημεία. Η θέση της την ανέδειξε σαν κέντρο επικοινωνίας μεταξύ της Ρώμης και των κτήσεων της. Ο Aπόστολος Παύλος έμεινε ένα διάστημα στην πόλη, κατά την περιοδεία του και ο Επίκτητος ίδρυσε εδώ φιλοσοφική σχολή.
Λεηλατήθηκε από τους Γότθους το 267 μ.Χ. και ακολούθησαν στο πέρασμα των ετών και άλλες λεηλασίες. Σήμερα, σώζονται απομεινάρια από το στάδιο, τα δύο θέατρα, το αμφιθέατρο, το υδραγωγείο, τα τείχη, καθώς και μεγάλος βωμός στο Μιχαλίτσι. Το υδραγωγείο της Νικόπολης είναι ένα μεγάλο τεχνικό επίτευγμα σε σχέση με τις δυνατότητες της εποχής εκείνης. Στο χώρο της Νικόπολης με τις ανασκαφές αποκαλύφθηκαν ωραιότατα ψηφιδωτά από τα πιο σπουδαία της Ελλάδας.
Τα πρώτα τείχη της Νικόπολης χτίστηκαν από τον Οκτάβιο Αύγουστο. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα χτίζονται νέα, πιο αποτελεσματικά τα οποία ανανέωσε ο Ιουστινιανός το 540 μ.Χ. Το κάστρο της Νικόπολης είναι το πιο αξιόλογο της πρωτοβυζαντινής περιόδου με επιμελημένη τοιχοδομία.
Η Τιτάνη βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής Ηγουμενίτσας – Σαγιάδας, κοντά στο φράγμα του Καλαμά εκεί που ενώνεται ο ποταμός Καλαμιώτικος με τον Καλαμά, στην πλαγιά του βουνού Βρυσέλλα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο τειχισμένο αρχαίο οικισμό από τους 45 της Θεσπρωτίας, που ήταν παλαιά πρωτεύουσα το ομοσπονδιακού κράτους «του κοινού των Θεσπρωτών» και μεγάλο πολιτικό κέντρο, μετά το 330 π.Χ.
Η περίμετρος του τείχους, 2.400 μέτρα, περικλείει οικισμό 28 εκταρίων. Τον 4ο π.Χ. αιώνα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και υπήρξε το κέντρο επικρατείας του Βασιλιά Πύρρου.
Πρόκειται για την Τίτανα που αναφέρει ο Πολύβιος (βρέθηκε σχετικό ψήφισμα). Η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. μαζί με αρκετές άλλες Ηπειρωτικές πόλεις της εποχής.
Έξω από το τείχος αποκαλύφθηκε λεηλατημένο νεκροταφείο και 2 χλμ. μακρύτερα άλλο ένα. Στα ερείπια διακρίνονται: αγορά, δύο ναοί, δημόσια κτίρια, θέατρο, στοές, σπίτια, εξέδρες και υπολείμματα βιβλιοθήκης και λουτρών.
Ο βασιλιάς Θαρύπας έφτιαξε και αυτή την πόλη, συγκεντρώνοντας πληθυσμό από τους προϊστορικούς οικισμούς του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων. Βρισκόταν στο λόφο της Καστρίτσας, στη νότια πλευρά της λίμνης των Ιωαννίνων. Κατά το 425 – 400 π.Χ. την προστάτευσε με τείχος.
Στην κορυφή υπάρχουν ερείπια της Μολοσσικής ακρόπολης (πολυγωνικό κτίριο). Η πόλη απέκτησε μεγάλη δύναμη, αλλά το 167 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, αφού προέβαλε αντίσταση ηρωική.
Προ της παράδοσης ο επικεφαλής των αμυνομένων (Κέφαλος) έκανε ηρωική έξοδο μόνος του και σκοτώθηκε, μη αποδεχθείς την απόφαση για παράδοση.
Η πόλη τελικά εγκαταλείφθηκε όταν τον 5ο μ.Χ. αιώνα χτίστηκε επί Ιουστινιανού η Νέα Εύροια με το κάστρο της (τα σημερινά Γιάννενα).
Στο 50ο χιλιόμετρο Ιωαννίνων – Αθηνών στη χαράδρα του ποταμού Λούρου, βρίσκεται η σπηλιά του Ασπροχάλικου. Η σπηλιά ερευνήθηκε και βρέθηκαν οστά και αντικείμενα της λίθινης εποχής. Βρέθηκαν 3 στρώματα (στις ανασκαφές 1964-1965) με μεγάλο αριθμό εργαλείων της παλαιολιθικής εποχής (40.000 – 12.000 π.Χ.), λεπίδες από πυριτόλιθο κ.λ.π. καθώς και οστά ζώων (ρινόκερου, αρκούδας κ.λ.π.).
Με τα ευρήματα αυτά, αποδεικνύεται ότι η παρουσία ανθρώπου στην Ήπειρο, ανάγεται στα 40.000 χρόνια π.Χ., στη μέση παλαιολιθική εποχή. Πρόκειται για την περίοδο παγετώνων όπου ο άνθρωπος ζει από το κυνήγι και καταφεύγει στις σπηλιές για να προστατευτεί από το κρύο. Η περίοδος αυτή φτάνει μέχρι το 6.000 π.Χ.
Η σπηλιά του Ασπροχάλικου είναι από τα σπουδαιότερα παλαιολιθικά σπήλαια της Ευρώπης.
Νότια των Ιωαννίνων στην άκρη της λίμνης, κοντά στο χωριό Καστρίτσα βρέθηκε σπήλαιο. Από τις ανασκαφές που δεν ολοκληρώθηκαν ακόμη, διαπιστώθηκαν τέσσερις επιχωματώσεις σε βάθος περίπου 10 μέτρων. Η τελευταία επίστρωση ανάγεται στα 11.000 χρόνια.
Βρέθηκαν λίθινα και κοκάλινα εργαλεία (λεπίδες, γλυφίδες, κ.λ.π.) καθώς και οστά ζώων της παλαιολιθικής εποχής. Ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, ανάμεσα στα χωριά Γαρδίκι, Βουνοπλαγιά και Ζωοδόχο, 11 χιλιόμετρα δυτικά των Ιωαννίνων, τοποθετούν οι αρχαιολόγοι την πρωτεύουσα των Μολοσσών Πασσαρώνα. Ιδρύθηκε από το βασιλιά Θαρύπα το 420 – 400 π.Χ. για πρωτεύουσα, της συγκέντρωσε πληθυσμό και την περιτείχισε.
Ο Θαρύπας διοικούσε με «Συμβούλιο Ευγενών». Εδώ δίδαξε ο Ευριπίδης την «ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ» (ύμνος προς τους Μολοσσούς). Εδώ γεννήθηκε η Ολυμπιάδα, μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου και ο βασιλιάς Πύρρος. Εδώ κατέφυγε ο Θεμιστοκλής καταδικασμένος σε θάνατο από τους Αθηναίους και φυγαδεύτηκε στην Ασία από το βασιλιά Άδμητο.
Καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. γιατί αντιστάθηκε. O Αιμίλιος Παύλος λεηλάτησε την πόλη, γκρέμισε τα τείχη και πυρπόλησε το Ναό του Αρείου Διός, το φθινόπωρο του 167 π.Χ.
Σήμερα σώζεται ερειπωμένο πολυγωνικό τείχος στην κορυφή του λόφου Γαρδικίου (στα σημερινά εικονίσματα) μαζί με οχυρώσεις τουρκικές του 1912 – 1913 καθώς και κοντά στο Ροδοτόπι ο Ναός του Αρείου Δία, το ιερό κέντρο όπου γινόταν οι συνελεύσεις των Μολοσσών.
Η Πανδοσία χτίστηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα και ήταν η σπουδαιότερη αποικία των Ηλείων κοντά στο Μαντείο (στο σημερινό Καστρί). Προστατευόταν από τριπλό τείχος και από την μια πλευρά από την Αχερουσία λίμνη. Το πρώτο τείχος είχε πολλούς πύργους. Την κατέλαβε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ και την παρέδωσε μαζί με τις άλλες αποικίες των Ηλείων στους Ηπειρώτες.
Μετά την παράδοση της πόλης στους Ηπειρώτες, εισέρευσε πληθυσμός και είχε μεγάλη ανάπτυξη. Καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., στην συνέχεια όμως οι Ρωμαίοι την έκαναν έδρα του «κοινού των Ηπειρωτών», με δικαίωμα να κόβουν δικό τους χάλκινο νόμισμα. Η έδρα αυτή μετά το 148 π.Χ. μεταφέρθηκε στη Δωδώνη.
Το Ορράον ήταν αρχαίος οικισμός που χτίστηκε από τους Κασσωπαίους τον 4ο αιώνα π.Χ. στους δυτικούς πρόποδες του Ξηροβουνίου, κοντά στο χωριό Αμμότοπος του νομού Πρέβεζας. Απέχει 23 χλμ. από την πόλη της Άρτας.
Το Ορράον εξασφάλιζε την επικοινωνία των Κασσωπαίων με την Αμβρακία και τη θάλασσα. Στο παλιό τείχος προστέθηκε από το βασιλιά Πύρρο και νέο με ορθογώνιους πύργους.
Πρόβαλε αντίσταση στους Ρωμαίους το 168 π.Χ, οι οποίοι τελικά το κατέλαβαν και το κατέστρεψαν. Το 31 π.Χ. επί αυτοκράτορος Αυγούστου, οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν υποχρεωτικά στη Νικόπολη Πρεβέζης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας διατηρήθηκε σαν κύρια διάβαση προς την Πρέβεζα.
Σώζονται ερείπια του οικισμού σε καλή κατάσταση. Ο χώρος είναι πάντα ανοικτός και η είσοδος είναι ελεύθερη.
Ανάμεσα από την Βίτσα Ζαγορίου και το Μονοδένδρι, εντοπίστηκε το 1965 αρχαίο Μολοσσικό χωριό (οικισμός), που χρονολογείται μεταξύ του 9ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Η έρευνα ολοκληρώθηκε το 1975. Πρόκειται για οικισμό κτηνοτρόφων.
Στο βόρειο νεκροταφείο του οικισμού βρέθηκαν 26 τάφοι του 8ου – 4ου π.Χ. αιώνα, και στο νότιο νεκροταφείο 151 τάφοι του 9ου – 4ου π.Χ. αιώνα. Τα κτερίσματα των τάφων ήταν όπλα, ξίφη, μαχαίρια και αιχμές δοράτων στους ανδρικούς τάφους, ενώ στους τάφους των γυναικών βρέθηκαν κοσμήματα, περιδέραια, δακτυλίδια, κ.λ.π.
Επίσης σε όλους τους τάφους βρέθηκαν Κορινθιακά και Αττικά αγγεία του 6ου – 4ου π.Χ. αιώνα και χάλκινα σκεύη.
Ευρήματα από το χώρο εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Το αρχαίο Νεκρομαντείο βρίσκεται στο Μεσοπόταμο Πρέβεζας, στη θέση της αρχαίας Εφύρας. Αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που έγιναν το 1958-1964, κάτω από υπάρχον νεκροταφείο και από τη μονή του Αγίου Ιωάννου (του 18ου αιώνα). Τις ανασκαφές πραγματοποίησε ο καθηγητής της αρχαιολογίας Σ. Δάκαρης.
Εδώ οι επισκέπτες με την βοήθεια των ιερέων, ερχόντουσαν σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών και ζητούσαν πληροφορίες για το μέλλον. Το μαντείο ήταν ένα νησάκι στη τότε λίμνη Αχερουσία και περιβάλλονταν από το άλσος της Περσεφόνης. Το μαντείο ήταν οχυρωμένο, σαν φρούριο.
Στην Οδύσσεια του Όμηρου, που γράφτηκε στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, αναφέρεται η λατρεία της Περσεφόνης και του Άδη. Επίσης στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι η μάγισσα Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να πάει στον Άδη να συναντήσει την ψυχή του μάντη Τειρεσία, για την επιστροφή του στην Ιθάκη.
Φαίνεται πως ο Όμηρος είχε επισκεφθεί την περιοχή. Κοντά στο νεκρομαντείο βρίσκονταν και μία από τις καθόδους του Άδη. Ήταν το μοναδικό νεκρομαντείο στην αρχαία Ελλάδα για επικοινωνία με τις ψυχές. Οι ψυχές ήταν άυλες σαν σκιές και προέβλεπαν το μέλλον. Οι ιερείς υποδέχονταν τους προσκυνητές υποβάλλοντάς τους σε ψυχοσωματική δοκιμασία.
Γίνονταν μεγάλες προσφορές από τους επισκέπτες για εξευμενισμό των ψυχών. Οι ιερείς ήταν οι μεσολαβητές που με σιδερένιους τροχούς ανέβαζαν το είδωλα των νεκρών από την κάτω αίθουσα. Οι επισκέπτες έβγαιναν από άλλη έξοδο για να μην έλθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες, για εξασφάλιση της μυστικότητας. Η μαρτυρία σε άλλους των όσων είδαν, θεωρούνταν βλασφημία και ετιμωρείτο με θάνατο.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει τη σπουδαιότητα του μαντείου και ιδίως τον χρησμό της Μέλισσας προς τον Περίανδρο. Το 167 π.Χ. το μαντείο πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους.
Ο αρχαίος αυτός ναός είναι υστεροαρχαϊκός και βρίσκεται στην πόλη της Άρτας, κοντά στην πλατεία Κιλκίς. Ο ναός είναι δωρικού ρυθμού. Είναι ένα τμήμα του μεγάλου ναού της αρχαίας Αμβρακίας με διαστάσεις 20,75 Χ 44 μέτρα.
Ο ναός χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Στο χώρο αυτό βρέθηκε ενεπίγραφη στήλη καθορισμού των συνόρων Αμβρακίας και Χαράδρου. Η Χάραδρος ήταν γειτονική πόλη, στην περιοχή της Πρεβέζας. Σήμερα η επιγραφή αυτή βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Άρτας.
Ο ναός είναι πάντα ανοικτός και η είσοδος είναι ελεύθερη.
Το κράτος των Μολοσσών που είχε κατ’ αρχήν πρωτεύουσα την Πασσαρώνα, ανέδειξε βασιλείς που στη θητεία τους κύριο έργο είχαν τον πόλεμο. Έτσι η λατρεία του θεού του πολέμου οδήγησε στην ανέγερση του ναού του Αρείου Διός που έγινε το επίσημο ιερό των Μολοσσών.
Υπολείμματα του βρίσκονται σήμερα στη θέση που πιθανώς βρισκόταν η Πασσαρώνα, πρωτεύουσα των Μολοσσών στους πρόποδες του λόφου Γαρδικίου, 11 χιλιόμετρα δυτικά των Ιωαννίνων, κοντά στο Ροδοτόπι. Στην κορυφή του λόφου σώζεται τειχισμένη ακρόπολη.
Χτίστηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα, καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τον Αιμίλιο Παύλο, επισκευάστηκε στους Ρωμαϊκούς χρόνους και τελικά ο χώρος έγινε νεκροταφείο. Η θέση του επισημάνθηκε το 1914 από τον τότε επιμελητή αρχαιοτήτων Δ. Ευαγγελίδη ο οποίος ανέσκαψε δοκιμαστικά το χώρο το 1935.
Τελικά το 1952 έφερε στην επιφάνεια το μνημείο ο αρχαιολόγος Σ. Δάκαρης. Πρόκειται για ναό Ιονικού ρυθμού με πρόναο και σηκό που ταυτίζεται με τον αρχαίο ναό. Ευρήματα από το ναό του «Αρείου Διός» εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Κοντά στο χωριό Θεσπρωτικό, στη Θέση Κοκκινόπηλο, βρέθηκαν περίπου 1.500 λίθινα εργαλεία που χρονολογούνται στα 35.000 χρόνια π.Χ. (στην τελευταία παγετωνική φάση), σε 4 γεωλογικά στρώματα. Λίθινα εργαλεία της ίδιας εποχής βρέθηκαν και σε άλλα σημεία του νομού Πρεβέζης.
Η Κασσώπη είναι μια ενδιαφέρουσα πόλη της αρχαίας Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, κοντά στο Ζάλογγο, όπου σώζονται ερείπια. Χτίστηκε από τη Θεσπρωτική φυλή των Κασσωπαίων για πρωτεύουσά τους σε οχυρή θέση του οροπεδίου του Ζαλόγγου 20 χιλιόμετρα βόρεια από τη Νικόπολη, στα μέσα του τέταρτου π.Χ. αιώνα.
Τειχίστηκε στα προάστια με πολυγωνικό τείχος. Είχε πληθυσμό 8-10.000 κατοίκους και απέκτησε οικονομική δύναμη. Είχε δικό της νόμισμα με απεικόνιση του Δία και αετού σε κεραυνό. Διατηρούσε πολιτική αγορά, πρυτανεία, δύο θέατρα, ξενώνα, ναούς λατρείας της Αφροδίτης και του «σωτήρα Δία».
Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή στο χώρο της Κασσώπης, έγινε το 1951-52 από τον αρχαιολόγο καθηγητή Σωτήριο Δάκαρη. Τα ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Διατηρείται υπόγειος θαλαμοειδής τάφος λαξευμένος σε βράχο «βασιλόσπιτο».
Η Εφύρα είναι από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαίας Ηπείρου. Βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος. Ήταν η σπουδαιότερη αποικία των Ηλείων στη συμβολή του Κωκυτού ποταμού με τον Αχέροντα, κοντά στο Νεκρομαντείο. Επικοινωνούσε με το λιμάνι Χειμέριο και έγινε μεγάλο εμπορικό κέντρο.
Στα 1400 – 1300 π.Χ. ήρθαν άποικοι από τις Μυκήνες και έφτιαξαν κυκλώπεια τείχη 1.200 μέτρων σαν της Τίρυνθας με εντολή του βασιλιά Αχαιού. Βρέθηκαν τάφοι της εποχής του σιδήρου. Ο Φίλιππος ο Β’ την παραχώρησε στους Ηπειρώτες. Τελικά καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.
Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσεια την συνάντηση της θεάς Αθηνάς με τον Τηλέμαχο, στην Εφύρα. Εδώ βρισκόταν και το περίφημο Νεκρομαντείο αλλά και μία από τις Καθόδους στον Άδη. Εδώ ήρθε ο ήρωας Ηρακλής για να κατέβει στον Άδη και να ελευθερώσει τον Θησέα, σύμφωνα με τη μυθολογία.
Από την Εφύρα της Θεσπρωτίας καταγόταν και ο Αντίφος που ως αρχηγός στόλου 30 πλοίων έλαβε μέρος στον τρωικό πόλεμο.
Στο Καραβοστάσι της Πέρδικας υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος του Δημοκάστρου. Βρίσκεται σε λόφο όπου τρία τείχη περιέκλειαν έκταση 220.000 τ.μ. του αρχαίου οικισμού της Ελίνας. Το ανατολικό τείχος είναι του 4ου π.Χ. αιώνα, και το δυτικό του 3ου π.Χ. αιώνα. Ανάμεσα στα ερείπια υπάρχουν λαξεύματα στο βράχο, στοές και αποχετευτικός αγωγός.
Κάτω από το λόφο στην ακρογιαλιά, διακρίνονται μέσα στο νερό ερείπια τείχους.
Βόρεια του οικισμού σε απόσταση 600 μέτρων, υπάρχουν ερείπια ναού του 4ου π.Χ. αιώνα.
Ο χώρος ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Ελίνα, η οποία στην περίοδο της ακμής της είχε 6.000 κατοίκους. Αναφορά στην αρχαία Ελίνα γίνεται σε αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στο χώρο της Δωδώνης.
Στο κέντρο του οικισμού, βρέθηκε μεγάλο κτίριο (πιθανώς σημαντικό δημόσιο κτίριο). Στο χώρο βρέθηκαν αξιόλογα ευρήματα (νομίσματα, κεραμικά, προσωπείο γενειοφόρου θεού από χαλκό, κ.α.).
Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Θεσπρωτίας. Η ακρόπολη της Βέλλιανης βρίσκεται στις πλαγιές του όρους Κορίλα, ανατολικά από το σημερινό χωριό Χρυσαυγή (παλιά Βέλλιανη) της Παραμυθιάς. Εδώ υπάρχουν ερείπια αρχαίου κάστρου και ερείπια της Ελέας.
Το τείχος της με περίμετρο 1.550 μέτρα, ήταν εξαιρετικής κατασκευής με ύψος 6-7 μέτρα και πάχος 3,5 μ. Σώζονται μόνο μερικά τμήματα από το τείχος της πύλης στην ανατολική πλευρά.
Στο εσωτερικό της ακροπόλεως βλέπουμε λείψανα από κτίρια, από την αρχαία αγορά, και λίθινο θέατρο 3.000 – 4.000 θέσεων, που αποδεικνύουν πως ήταν πολιτικό κέντρο κατά τον 4ο π.χ. αιώνα στη μεγάλη της ακμή, όταν ήταν έδρα του ομοσπονδιακού κράτους «Κοινό των Θεσπρωτών», μέχρι το 330 π.χ.
Μετά το 330 π.χ. το πολιτιστικό κέντρο μεταφέρθηκε στην Τιτάνη. Έγιναν ανασκαφές το 1985 και βρέθηκαν προϊστορικά ίχνη κατοίκησης. Η αρχαία Ελέα είχε στη δικαιοδοσία της το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Είχε ως επίνειο το λιμάνι της Αμμούδας (Σπλάντζα).
Στην περιοχή του χωριού Αγ. Μηνάς Ζαγορίου, κοντά στην έξοδο του ποταμού Βοϊδομάτη προς τον κάμπο της Κόνιτσας, υπάρχει μια βραχοσκεπή, 11 μέτρα ψηλότερα από τη σημερινή κοίτη του ποταμού. Σε ανασκαφές που έγιναν στη σπηλιά, βρέθηκαν παλαιολιθικά εργαλεία από πυριτόλιθο, κατάλοιπα πανίδας, καθώς και λείψανα από φωτιές σε έκταση 80 τ.μ.
Οι στρωματικές επιχώσεις ανάγονται στην παλαιολιθική εποχή και είναι ηλικίας 10.000 – 16.000 ετών. Οι ανασκαφές άρχισαν το 1993 και συνεχίζονται περιοδικά. Φαίνεται ότι τη σπηλιά αυτή χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί που έστηναν καρτέρι στα ζώα της χαράδρας που έβγαιναν στον κάμπο της Κόνιτσας.
Το Βουχέτιο χτίστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. στο Λούρο ποταμό που ήταν πλωτός και έδινε διέξοδο προς τη θάλασσα. Χτίστηκε στη θέση Ρωγοί που βρίσκεται μεταξύ Πέτρας και Νέας Κερασούντας Πρεβέζης. Ήταν αποικία των Ηλείων. Παλαιότερα υπήρχε στη θέση του προiστορικός οικισμός. Το Βουχέτιο πήρε το όνομά του από τον Βουχετό, γιο του βασιλιά Εχέτου, ή κατά τη μυθολογία γιατί κατέφυγε εκεί η θεά Θέμις κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, πάνω στη ράχη βοδιού.
Ο περίβολος στην κορυφή του λόφου είχε τείχος παλιό με επάλξεις και πύργους. Τα ευρήματα ανάγονται στην περίοδο του 6 π.Χ. αιώνα μέχρι τη ρωμαiκή εποχή. Τα αρχαία τείχη καταστράφηκαν από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. γιατί οι Κασσωπαίοι ήταν σύμμαχοι των Μολοσσών.
Κοντά στο σημερινό χωριό Ριζοβούνι του νομού Πρεβέζης υπήρχε η αρχαία πόλη Βατίες που ήταν αποικία των Ηλείων. Χτίστηκε πάνω σε λόφο και περικλειόταν από πολυγωνικό τείχος που σώζονται ακόμη μέρη του. Διακρίνονται 3 πύλες και 2 θύρες. Είχε και εσωτερικά τείχη. Υπάρχουν στα τείχη και λεπτότερες ρωμαiκές προσθήκες.
Από αναφορές στη Δωδώνη των: Αισχύλου, Σοφοκλή, Πλάτωνα, Πινδάρου, Ομήρου, Ησιόδου και άλλων, καθώς και από θρύλους της παράδοσης, ξεκίνησε το ενδιαφέρον να βρεθεί η θαμμένη Δωδώνη. Από το 1875 χτύπησε η σκαπάνη στο χώρο ανάμεσα από Μανωλιάσα και Ολύτσικα (Τόμαρο), 22 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων.
Η έρευνα έγινε με επίβλεψη του Κ. Καραπάνου και βρέθηκε το ιερό του Δία (η ιερά οικία) με ευρήματα μέχρι και της εποχής του χαλκού. Αγγεία προϊστορικά, όπλα, πόρπες, νομίσματα, περιδέραια, επιγραφές, ψηφίσματα, αγάλματα, κ.λ.π. είναι τα πρώτα ευρήματα που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ακολουθούν ανασκαφές μετά το 1913 από τον Γ. Σωτηριάδη και τον Ευαγγελίδη 1925 – 1935.
Στη δεκαετία του 1950 γίνεται συστηματική έρευνα (Ευαγγελίδης – Δάκαρης και Δάκαρης – Μουσελίμης) που φέρνει στο φως το θέατρο και ευρήματα (αγγεία, αγάλματα, νομίσματα) που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Η αρχαιολογική εταιρεία και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αναστηλώνουν τους χώρους του θεάτρου και του σταδίου.
Τα έπη του Ομήρου είναι η παλαιότερη μαρτυρία για τη Δωδώνη, όπου αρχικά λατρευόταν η θεά Γη (3.000 π.Χ.) στην οποία θυσίαζαν τον ιερό ταύρο που γονιμοποιούσε τη γη. Οι Σελλοί (θεσπρωτική φυλή) που κατοικούσαν στην Ελλοπία εισήγαγαν τη λατρεία του Δία και της Δρυός (1900 – 1400 π.Χ.).
Λέβητες πάνω σε τρίποδες γύρω από την ιερή Δρυ (ΦΗΓΟΣ), ιερείς και ιέρειες (προφήτες, μάντεις) που κατοικούν σε καλύβες, κοιμούνται στο έδαφος για να ταυτίζονται με τη Γέα (γυμνόποδες, ανυπτόποδες, λερόποδες), είναι η εικόνα του αρχικού μαντείου.
Αυτοί δίνουν χρησμούς με βάση το θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς, τον ήχο των λεβήτων, το κελάηδημα των περιστεριών που κατοικούν στο ιερό δέντρο και το κελάρυσμα του νερού της ιερής ναίου πηγής.
Οι μάντεις πίστευαν ότι η μία από τις δύο ιέρειες των Θηβών της Αιγύπτου που είχαν αρπάξει οι Φοίνικες, ήλθε σαν περιστέρι στα κλαδιά της ΦΗΓΟΥ και ζήτησε με ανθρώπινη φωνή να γίνει μαντείο. Πίστευαν ακόμη πως ο Δίας και η θεά Γη (που έγινε Διώνη), ζούσαν στα κλαδιά του ιερού δένδρου.
Κτίσματα άρχισαν να κτίζονται από τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο ναός του Δία (με συμπληρωματικά κτίρια μέχρι τον 2ο π.Χ. αιώνα). Το θέατρο από τα μεγαλύτερα της Ελλάδος, χωρητικότητας 18.000 θέσεων, έγινε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου. Το βουλευτήριο τον 3ο – 4ο π.Χ. αιώνα. Το πρυτανείο είναι το αρχαιότερο κτίσμα μετά την ιερή οικία και έμεναν οι ιερείς του Δία ή οι ηγεμόνες του «κοινού των Μολοσσών».
Η ακρόπολη του οικισμού με πολυγωνικό τείχος η οποία βρίσκεται στην κορυφή του λόφου είναι του 4ου π.Χ. αιώνα. Το τείχος και οι ναοί του Ηρακλή και της Διώνης έγιναν επί Πύρρου. Μετά το 300 π.Χ. ο βασιλιάς Πύρρος εφαρμόζει τη λατρεία των Μολοσσών (τους Ολύμπιους θεούς), χτίζει το θέατρο και καθιερώνει τα νάϊα και γυμναστικούς αγώνες ανά τετραετία (θυσίες, γυμνικοί αγώνες, τρέξιμο, πήδημα).
Όλα αυτά τα κτίσματα έπαθαν αλλεπάλληλες καταστροφές: Από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και ξαναχτίζονται από το Φίλιππο τον Β’ βασιλιά της Μακεδονίας. Το 167 π.Χ. γίνεται νέα καταστροφή από τον Αιμίλιο Παύλο της Ρώμης (ξαναχτίζει ο Αύγουστος και χρησιμοποιεί το θέατρο ως αρένα).
Επί Θεοδοσίου του Μεγάλου το 391 μ.χ. κόπηκε το ιερό δένδρο, παύει να λειτουργεί το μαντείο και χτίζονται δύο χριστιανικές βασιλικές. Ακολουθούν νέες καταστροφές και οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το χώρο της Δωδώνης.
Σήμερα, κάθε καλοκαίρι, ξαναζωντανεύει ο χώρος με παραστάσεις αρχαίου δράματος και κωμωδίες που δίδονται με μεγάλη επιτυχία.
Το 625 π.Χ. οι Κορίνθιοι αποίκησαν την Αμβρακία, όπου υπήρχε οικισμός Δρυόπων. Η θέση της ήταν εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη της Άρτας. Στη συνέχεια οι Κορίνθιοι έδιωξαν τους ντόπιους Δρύοπες και τείχισαν την Αμβρακία. Η πόλη είχε οχυρωμένο λιμάνι τον Άμβρακο, για διέξοδο προς τον Αμβρακικό κόλπο.
Για το όνομα της πόλης υπάρχουν αρκετές εκδοχές. Η πιθανότερη είναι ότι προέρχεται από το όνομα της θυγατέρας του βασιλιά των Δρυόπων Μελανέα, που λεγόταν Αμβρακία. Η Αμβρακία ήταν η μεγαλύτερη Ηπειρωτική πόλη, με 100.000 κατοίκους και έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας κατά των Περσών καθώς επίσης και στη μάχη των Πλαταιών.
Η δύναμη της πόλης κλονίστηκε όταν νικήθηκε από τους Ακαρνάνες και τους Αθηναίους στις Όλπες της Αμφιλοχίας, το 426 π.Χ. Το 338 π.Χ. την κατέλαβαν οι Μακεδόνες που τελικά την παραχωρούν στον Πύρρο τον βασιλιά των Μολοσσών. Ο Πύρρος το 295 π.Χ. μετέφερε εδώ την πρωτεύουσα του κράτους του και την στόλισε με αξιόλογα κτίρια (βασιλικό ανάκτορο, 2 θέατρα, ναοί, ηρώο Αινεία, βουλευτήριο, αγορά, ωδείο, αγάλματα 9 μουσών, κ.λ.π.).
Το έτος 187 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους οι οποίοι αργότερα την λεηλάτησαν (167 π.Χ.) και το 31 π.Χ. μετέφεραν υποχρεωτικά τους κατοίκους της στην νεοϊδρυθείσα πόλη τους Νικόπολη. Μετά από 1000 χρόνια, στη θέση της αρχαίας Αμβρακίας χτίστηκε η σημερινή πόλη της Άρτας. Σώζονται σήμερα στην παλαιά πόλη της Άρτας τμήματα του κάστρου και ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας.
Επίσης σώζεται το αρχαίο θέατρο της Αμβρακίας το οποίο βρίσκεται κοντά στην εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου, στο κέντρο της αρχαίας Αμβρακίας. Πρόκειται για μικρό θέατρο που χτίστηκε τον 4-3 π.Χ. αιώνα. Διακρίνεται ο χώρος της ορχήστρας και 4 σειρές κερκίδων. Ο χώρος της ορχήστρας είναι τέλειος κύκλος διαμέτρου 6,70 μέτρων. Σε διαδοχικές ανασκαφές ήρθαν στο φως πολλά ευρήματα που στεγάζονται στα αρχαιολογικά μουσεία Άρτας, Ιωαννίνων, Αθηνών και Λονδίνου. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν κοσμήματα, τεφροδόχους, αγγεία, νομίσματα, τάφους διαφόρων τύπων, οχυρώσεις, κ.λ.π.
Κατά τις ανασκαφές αποκαλύφθηκε και η Ιερή Οδός της Αμβρακίας, μέσα στην πόλη της Άρτας, με πλάτος 12 μέτρα. Στο χώρο αυτό βρέθηκε και επιτύμβια πλάκα με σπάνια αρχαϊκή επιγραφή του 6ου αιώνα π.Χ. με ονόματα πεσόντων και το όνομα Αμβρακία, στη Δωρική διάλεκτο.
Ο χώρος της αρχαίας Αμβρακίας είναι πάντα ανοικτός και η είσοδος είναι ελεύθερη.