Αρχαία Δωδώνη
Από αναφορές στη Δωδώνη των: Αισχύλου, Σοφοκλή, Πλάτωνα, Πινδάρου, Ομήρου, Ησιόδου και άλλων, καθώς και από θρύλους της παράδοσης, ξεκίνησε το ενδιαφέρον να βρεθεί η θαμμένη Δωδώνη. Από το 1875 χτύπησε η σκαπάνη στο χώρο ανάμεσα από Μανωλιάσα και Ολύτσικα (Τόμαρο), 22 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων.
Η έρευνα έγινε με επίβλεψη του Κ. Καραπάνου και βρέθηκε το ιερό του Δία (η ιερά οικία) με ευρήματα μέχρι και της εποχής του χαλκού. Αγγεία προϊστορικά, όπλα, πόρπες, νομίσματα, περιδέραια, επιγραφές, ψηφίσματα, αγάλματα, κ.λ.π. είναι τα πρώτα ευρήματα που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Ακολουθούν ανασκαφές μετά το 1913 από τον Γ. Σωτηριάδη και τον Ευαγγελίδη 1925 – 1935.
Στη δεκαετία του 1950 γίνεται συστηματική έρευνα (Ευαγγελίδης – Δάκαρης και Δάκαρης – Μουσελίμης) που φέρνει στο φως το θέατρο και ευρήματα (αγγεία, αγάλματα, νομίσματα) που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Η αρχαιολογική εταιρεία και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αναστηλώνουν τους χώρους του θεάτρου και του σταδίου.
Τα έπη του Ομήρου είναι η παλαιότερη μαρτυρία για τη Δωδώνη, όπου αρχικά λατρευόταν η θεά Γη (3.000 π.Χ.) στην οποία θυσίαζαν τον ιερό ταύρο που γονιμοποιούσε τη γη. Οι Σελλοί (θεσπρωτική φυλή) που κατοικούσαν στην Ελλοπία εισήγαγαν τη λατρεία του Δία και της Δρυός (1900 – 1400 π.Χ.).
Λέβητες πάνω σε τρίποδες γύρω από την ιερή Δρυ (ΦΗΓΟΣ), ιερείς και ιέρειες (προφήτες, μάντεις) που κατοικούν σε καλύβες, κοιμούνται στο έδαφος για να ταυτίζονται με τη Γέα (γυμνόποδες, ανυπτόποδες, λερόποδες), είναι η εικόνα του αρχικού μαντείου.
Αυτοί δίνουν χρησμούς με βάση το θρόισμα των φύλλων της βελανιδιάς, τον ήχο των λεβήτων, το κελάηδημα των περιστεριών που κατοικούν στο ιερό δέντρο και το κελάρυσμα του νερού της ιερής ναίου πηγής.
Οι μάντεις πίστευαν ότι η μία από τις δύο ιέρειες των Θηβών της Αιγύπτου που είχαν αρπάξει οι Φοίνικες, ήλθε σαν περιστέρι στα κλαδιά της ΦΗΓΟΥ και ζήτησε με ανθρώπινη φωνή να γίνει μαντείο. Πίστευαν ακόμη πως ο Δίας και η θεά Γη (που έγινε Διώνη), ζούσαν στα κλαδιά του ιερού δένδρου.
Κτίσματα άρχισαν να κτίζονται από τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο ναός του Δία (με συμπληρωματικά κτίρια μέχρι τον 2ο π.Χ. αιώνα). Το θέατρο από τα μεγαλύτερα της Ελλάδος, χωρητικότητας 18.000 θέσεων, έγινε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου. Το βουλευτήριο τον 3ο – 4ο π.Χ. αιώνα. Το πρυτανείο είναι το αρχαιότερο κτίσμα μετά την ιερή οικία και έμεναν οι ιερείς του Δία ή οι ηγεμόνες του «κοινού των Μολοσσών».
Η ακρόπολη του οικισμού με πολυγωνικό τείχος η οποία βρίσκεται στην κορυφή του λόφου είναι του 4ου π.Χ. αιώνα. Το τείχος και οι ναοί του Ηρακλή και της Διώνης έγιναν επί Πύρρου. Μετά το 300 π.Χ. ο βασιλιάς Πύρρος εφαρμόζει τη λατρεία των Μολοσσών (τους Ολύμπιους θεούς), χτίζει το θέατρο και καθιερώνει τα νάϊα και γυμναστικούς αγώνες ανά τετραετία (θυσίες, γυμνικοί αγώνες, τρέξιμο, πήδημα).
Όλα αυτά τα κτίσματα έπαθαν αλλεπάλληλες καταστροφές: Από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και ξαναχτίζονται από το Φίλιππο τον Β’ βασιλιά της Μακεδονίας. Το 167 π.Χ. γίνεται νέα καταστροφή από τον Αιμίλιο Παύλο της Ρώμης (ξαναχτίζει ο Αύγουστος και χρησιμοποιεί το θέατρο ως αρένα).
Επί Θεοδοσίου του Μεγάλου το 391 μ.χ. κόπηκε το ιερό δένδρο, παύει να λειτουργεί το μαντείο και χτίζονται δύο χριστιανικές βασιλικές. Ακολουθούν νέες καταστροφές και οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το χώρο της Δωδώνης.
Σήμερα, κάθε καλοκαίρι, ξαναζωντανεύει ο χώρος με παραστάσεις αρχαίου δράματος και κωμωδίες που δίδονται με μεγάλη επιτυχία.